χιλιετής
Смотреть что такое "χιλιετής" в других словарях:
χιλιέτης — και χιλιοέτης και χειλιέτης, ὁ, ἡ, Α 1. χιλιετής (α. «βίος χιλιέτης», Αριστοτ. β. «καὶ ἐν τῇ χιλιέτει πορείᾳ», Πλάτ.) 2. φρ. «χειλιέτης ἀγων» εορτασμός τής χιλιοστής επετείου από την ίδρυση τής Ρώμης επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έτης (<… … Dictionary of Greek
χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… … Dictionary of Greek
χιλιετής — χῑλιετής , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιέτης — χῑλιέτης lasting a thousand years masc nom sg χῑλιέτης , χιλιέτης lasting a thousand years masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διαρκεί χίλια χρόνια, αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek
χιλιετεῖ — χῑλιετεῖ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem nom/voc/acc dual (attic epic) χῑλιετεῖ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιετῆ — χῑλιετῆ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) χῑλιετῆ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιετῶν — χῑλιέτης lasting a thousand years masc gen pl χῑλιετῶν , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem gen pl (attic epic doric) χῑλιετῶν , χιλιέτης lasting a thousand years masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλίωρος — ον, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δωδεκά ωρος] … Dictionary of Greek